συνεντείνω

συνεντείνω
Α
1. τεντώνω μαζί («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῡς», Γαλ.)
2. μτφ. προσδίδω μεγαλύτερη ένταση σε κάτι («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνέντασις — άσεως, ἡ, Α [συνεντείνω] το από κοινού τέντωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”